- τράνζιτο
- τοάκλ. (λ. ιταλ.), διακίνηση εμπορευμάτων μέσω άλλης χώρας: Η ντομάτα μας πάει στη Γερμανία τράνζιτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τράνζιτο — το, Ν άκλ. 1. (οικον.) διαμετακόμιση εμπορευμάτων χωρίς την καταβολή δασμών 2. (ως επίρρ.) διαμετακομιστικώς («περνώ [ή ταξιδεύω] τράνζιτο» διέρχομαι διά μέσου μιας χώρας χωρίς να πληρώσω δασμούς για εμπορεύματα τα οποία αγόρασα ή έχω από τη χώρα … Dictionary of Greek